διαδᾰτέομαι
• Morfología: [gener. aor. poét. διεδάσσ- Hes.Th.544, 885, Pi.O.7.75 (tm.), AP 14.118 (Metrod.), διεδάσαντο Pi.O.1.51, Hdt.8.121, iter. διαδασάσκετο Il.9.333 (tm.)]
1 repartir
διὰ παῦρα δασάσκετοIl.l.c.,
μοίραςHes.Th.544,
τιμάςHes.Th.885,
τὴν ληίηνHdt.l.c., cf. SEG 41.537 (Tesalia V a.C.),
τοὺς Μινύας ... ἐς φυλάςHdt.4.145, en v. pas.
γῆς διαδατουμένηςApp.BC 1.1
•repartirse
διὰ κτῆσιν δατέοντοIl.5.158, cf. Hes.Th.606,
κρεῶνPi.O.1.51,
ὀστέα τε σάρκαςQ.S.8.144.
2 dividir
διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοιPi.O.7.75
•hacer el cómputo, establecer
ἁλὸς διὰ μέτρα δάσαντοhan establecido las medidas del mar Opp.H.1.11.