διαδοχικός, -ή, -όν
1 patrimonial de una escuela filosófica subst. τὰ διαδοχικά los bienes de escuela
σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένωνOlymp.in Alc.141, cf. Sud.π 1709.
2 adv. -ῶς sucesivamente, Disp.Phot.M.88.561A.
σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένωνOlymp.in Alc.141, cf. Sud.π 1709.