διαδάκνω
1 luchar a dentelladas en metáf.
στάσεις πολλὰς καὶ διαφωνίας κυριττόντων ἀλλήλους καὶ διαδακνόντωνMax.Tyr.35.2
•en v. med. mismo sent.
τῷ ΚερβέρῳPlu.2.1105a,
κυνίδια διαδακνόμεναM.Ant.5.33.
2 morder, mordisquear
τὰ χείλη διέδακνεν ἀπορούμενοςse mordía los labios sin saber qué hacer Eun.VS 9.2.9.
3 fig. ser mordaz en relación a, criticar
ἈλέξανδρονPlb.4.87.5,
βεβουλευμένα πράγματα καὶ δόγματαIambl.Protr.21,
οὓς γὰρ ἂν φιλῶμεν σφοδρῶς, καὶ διαδάκνομεν πολλάκιςChrys.M.61.204.