διάδεσμος, -ου, ὁ
1 anat. punto de unión, diáfisis
(ὑμένες) ἐς ἀλλήλους διαδέσμους ἔχουσινHp.Nat.Puer.14, cf. en Erot.31.16.
2 venda, vendaje
διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶArchig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.CA 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49,
διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκραPhilum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47.