< Διάδης
διαδιδάσκω >
διαδιδασκαλία
,
-ας, ἡ
enseñanza
,
educación
ἐμοῦ κατὰ τὴν Ἀλεξανδρέων τὴν διαδιδασκαλίαν [ποιουμένου τῶν νέων
PMasp
.295.1.29 (VI d.C.).