δυνάζω
δύνᾰμαι
Δῡναμένη
δυναμερόν
δυναμίδιον
δυναμικός
Δυνάμιος
δύνᾰμις
Δύναμις
δυναμοδότως
δυναμοδύναμις
δυναμοδυναμοστόν
δυναμοειδής
δυναμόκυβος
δυναμοκυβοστόν
δυναμοποιός
δυναμοστόν
δυναμόω
δυναμωνυμία
δυνάμωσις
δυναμωτής
δυναμωτικός
δύνᾰσις
δῠναστεία
δῠνάστειρα
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δῠνάστης
Δυνάστης
δυναστικός
δυνάστις
δυναστός
δυναστρία
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατηρά
δῠνάτης
δῠνατός
δυνατοτερέω
δυνατόω
Δυνδασεύς
Δύνδασον
δυνητικός
*Δύνιος
δύνω
δύο
δυο-
δυοβολιαῖος
δυόβολος
δυογόν
δυόδεκα
δυοδεκάδελτος
δυοδεκαδικός
δυοδεκαπλάσιον
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκαδικῶς
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδεκάς
δυοκαιδέκατος
δυοκαιεβδομηκοστός
δυοκαιεικοσίπηχυς
δυοκαιεικοστός
δυοκαιενενηκοντάεδρον
δυοκαιεξηκοντάεδρον
δυοκαιήμισυ
δυοκαιπεντᾱκοστός
δυοκαιτριακοντάεδρον