δυοκαιδέκατος, -η, -ον
• Alolema(s): δυω- Sch.Ar.Ra.324


duodécimo (ἔτους) δυοκαιδεκ[ά]του Τι[βερ]ί[ου PVindob.Tandem 25.13 (I d.C.), cf. Cyr.Al.M.68.708A, Dion.Ar.EH 112.19
subst. ἡ δ. (sc. ἡμέρα): τῇ δυοκαιδεκάτῃ al duodécimo día Hp.Epid.7.5, Sch.Hes.Op.791-797.