< Δύναμις
δυναμοδύναμις >
δυναμοδότως
adv.
como fuente de poder
,
con transmisión de fuerza
divina
ἡ τῶν ἁγίων δυνάμεων ... ἀνδρεία ... δ. καὶ θεοειδῶς προϊοῦσα
Dion.Ar.
CH
8.1.