δυνάστις, -ιδος, ἡ


soberana, reina ἀηδῶς ἀκούουσιν οἱ δυνάσται καὶ δυνάστιδες τὰ αὑτῶν ἁμαρτήματα Demetr.Eloc.292, fig. τύχη [ἡ πάντ]ων δυνά[στις ἀνθρώ]πων Phld.Mort.24 (dud.).