< δυοδεκάδελτος
δυοδεκαπλάσιον >
δυοδεκαδικός
,
-ή, -όν
que consta de doce elementos
δυοδεκαδικὴ γὰρ καὶ ἡ τῶν δώδεκα ἡγεμόνων πληθύς
Dam.
in Prm
.276.