< δυόδεκα
δυοδεκαδικός >
δυοδεκάδελτος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
δυω-
Iust.
Nou
.22.2
la ley romana de las
Doce Tablas
Lyd.
Mag
.1.42, cf. tb. δυοκαιδεκάδελτος.