δύνω
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [impf. y aor. sin aum. Il.11.272, 17.194, Od.15.61, Batr.(1)245, A.R.1.195, Orph.A.537, Q.S.8.275; v. tb. δύω]
I intr.
1 c. compl. de direcc. penetrar en, adentrarse en, introducirse, entrar c. ac.
θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδέςOd.13.366, cf. 7.81, h.Ven.58, c. ac. y adv.
γῦπε ... δέρτρον ἔσω δύνοντεςdos buitres metiéndose en sus entrañas le comían el hígado Od.11.579,
χθόνα δύνουσ' ᾌδος εἴσωHes.Sc.151, c. dat. y adv.
πᾶς ... οἱ εἴσω ὀξύσχοινος δῦνεBatr.l.c., c. gen. y adv.
μιν ἔσω δύνοντα ... μελάθρουNonn.D.20.355, c. prep. y ac.
τοῦ ... δύνοντος εἰς ἄφαντα κευθμῶνος βάθηLyc.1277,
αἰχμαὶ δ' ἐς χρόα δῦνονQ.S.8.275,
πλὴν πέους ... δύνοντος ἐς γλουτῶν μυχούςPs.Archil.290.3, c. prep. y gen.
τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῶν ὑετῶν κατὰ τῆς γῆς δῦνονel agua de las lluvias que se filtra en la tierra Alex.Aphr.in Mete.56.6
•c. compl. sobreentendido penetrar a través de la piel
δύνει ... ἀλοιφήIl.17.392
•fig. meterse en, llegar a
τοὺς ἐν ἔρωτι ὅρκους μὴ δύνειν οὔατ' ἐς ἀθανάτωνque los juramentos de amor no llegan a oídos de los dioses Call.Epigr.25.4
•meterse, ocultarse, esconderse
τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι;Heraclit.B 16,
<οἳ δ' εἰς φάρ>αγγ' ἔδυνονE.Fr.495.36,
ἡ δὲ τεκούσης δύνει ἔσω κόλπουςCall.Dian.71,
οἱ ... μύες ... κατὰ τῶν ὀπῶν ἔδυνονAesop.81.1.
2 c. compl. ref. a ríos, mares sumergirse, hundirse, ocultarse en
δῦνε δὲ πόντον ἰώνIl.15.219, cf. Nonn.D.1.30,
ἄστρα ... δῦνεν ῥόον ὨκεανοῖοOrph.A.537 (pero cf. I 3),
ἐν ... τῷ Εὐφράτῃ ... τὰ ἄνθη δύνεινThphr.HP 4.8.10,
ἡ ... αἴθυια ... ἐπὶ τοῦ βυθοῦ δύνειAesop.181.1, cf. Arr.Ind.6.3,
οἱ ... κοντοὶ κατὰ τοῦ πηλοῦ δύνοντεςArr.Ind.41.4,
ὑπὸ κεύθεσι λίμνης δύνειςOpp.H.4.37
•fig.
καλὸν τὸ δῦναι ἀπὸ κόσμου πρὸς θεόνIgn.Rom.2.2,
τὸν κόσμον ... κινδυνεύοντα εἰς τὸν τῆς ἀνομοιότητος δύνειν τόπονAth.Al.Inc.43.
3 de astros ponerse, ocultarse
ἐπὴν ... Πληιάδες ... δύνωσινHes.Op.615, cf. Fr.289, Democr.B 14.3, Arist.Mete.373b13, LXX Ec.1.5, Arat.617, PHib.27.52 (III a.C.), POxy.235.15 (I a.C.), Str.3.1.5, Ath.19d, Plu.2.203e, Orac.Sib.3.94, Eus.PE 6.10.27, Iust.Phil.Dial.131.3, Plot.3.1.6, Nonn.D.7.298
•en part., en frases hechas
πρὸς ἥλιον δύνονταhacia poniente Hippon.7.5, cf. Hdt.3.114, Hp.Aër.1,
πρὸς ἡλίου δύνοντοςHdt.9.14, Paus.2.25.1, cf. A.Supp.255,
ἅμα ἡλίῳ δύνοντιal ponerse el sol X.An.2.2.13, HG 1.6.21, Aen.Tact.7.2,
ἡλίου δύνοντοςX.An.2.2.3, Thphr.Vent.16, PMag.4.333, cf. LXX 3Re.22.36, Plb.6.34.8, H.Mon.10.12,
πρὸ ἡλίου δύνοντοςantes de la puesta del sol Decr. en Aeschin.1.12
•part. subst. neutr.
τὸ δῦνονlugar de ocultación de un astro POxy.Astr.4277.1.1.28 (II/III d.C.)
•fig.
ἀνέτειλε ... ὡς ὁ ἥλιος ἀπὸ Μακεδονίας ... πρὶν ἔδυνε κατὰ Βαβυλῶναde Alejandro Magno, Pall.Gent.Ind.2.1.
4 fig., c. ac. de un n. colect. integrarse, entrar a formar parte de
ἔτι κουρίζων ... δῦνεν ὅμιλον ἡρώωνA.R.1.195.
II tr.
1 c. suj. de pers. y ac. de armas o vestidos revestirse de, ponerse
ὁ δ' ἄμβροτα τεύχεα δῦνεIl.17.194,
θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνεHes.Sc.124, cf. A.R.1.627, Orph.A.519,
χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐIl.8.43,
χιτῶνα περὶ χροΐ ... δῦνενOd.15.61.
2 fig. de sentimientos cubrir, invadir
ὀδύναι δῦνον μένος ἈτρεΐδαοIl.11.268, 272, cf. A.R.1.263, 4.724.