< δυοκαιδέκατος
δυοκαιεικοσίπηχυς >
δυοκαιεβδομηκοστός
,
-ή, -όν
setentaidosavo
subst. en plu. τὰ δ.
el setentaidosavo
,
la setentaidosava parte
,
IKalchedon
10.21 (III/II a.C.).