< δυναμοκυβοστόν
δυναμοστόν >
δυναμοποιός
,
-όν
1
que confiere poder
δ. δύναμις
de Dios
, Dion.Ar.
CH
8.1,
DN
8.2.
2
fortalecedor
,
vigorizador
τροφή
Dion.Ar.
CH
15.8.