δυναστεύω


I 1c. suj. de pers. o colect. tener poder, ser poderoso o preminente en el orden político, económico o social οἱ δυναστεύοντες ἄνδρες ἐν τῇσι πόλισι Hdt.9.2, cf. Th.2.102, ἡ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονία Pl.Lg.711c, cf. R.498e, (δαπάναι) αἷς νῦν ἅπαντες δυναστεύουσιν Isoc.12.82, μονάρχῳ ἢ στρατηγῷ ἢ φυγάδι δυναστεύοντι Aen.Tact.10.16, οὐ γὰρ ἐν τῷ δυναστεύειν ἡ ἀρετὴ οὐδ' ὁ νοῦς en efecto, ni la virtud ni el entendimiento (radican) en el poder Arist.EN 1176b18, cf. 1124a22, Theopomp.Hist.312, OGI 56.12 (Tanis III a.C.), Plot.2.9.9
esp. establecerse en el poder, de gobernantes y tiranos gobernar κατοικισθεὶς ἐς τοὺς περὶ Οἰνιάδας τόπους ἐδυνάστευσε Th.2.102, δυναστεῦσαι δὲ τετταράκοντα καὶ δύο (ἐτῶν) de Dionisio el Viejo, Plb.12.4a.3, c. gen. Οἰχαλίας D.S.4.31, τῶν ... ἐθνῶν Eus.HE 1.13.2, c. dat. αὐτοῖς Ath.624d
part. neutr. subst. τὸ δυναστεῦον el poder absoluto op. δῆμος Th.6.89
tb. c. ac. int. πᾶσαν δυναστείαν δυναστεύοντι al que ostenta cualquier poder Pl.Lg.777e
gobernar c. ac. de pers. τίς με δυναστεύσει; LXX Si.5.3, cf. 1Pa.16.21.

2 de ciu. ser dominante, prevalecer, ser principal o hegemónico αὕτη γὰρ ἡ πόλις τῶν λοιπέων ἐδυνάστευε μέγιστον de Atenas, Hdt.5.97, διὰ τὸ μεσογαίους εἶναι τὰς δυναστεύουσας ... πόλεις Plb.2.5.2
p. ext. en fisiol. mismo sent., ref. las cualidades (cf. δύναμις C II 1) ψυχρότητα ... καὶ θερμότητα ... ἥκιστα ... δυναστεύειν ἐν τῷ σώματι Hp.VM 16, cf. Herophil.59b, tb. de otros fenóm. naturales ὁκόταν οὗτος (ὁ νότος) δυναστεύῃ Hp.Aph.3.5, c. gen. ὁκόταν μηδὲν ᾖ ἐπικρατέον ... ἀλλὰ παντὸς ἰσομοιρίη δυναστεύῃ Hp.Aër.12, οἱ μὲν χειμῶνος, ὥσπερ οἱ νότοι, δυναστεύοντες Arist.Mu.395a2.

3 gener. poder, dominar c. ac. de cosa ὁ πάντα δυναστεύων θεός LXX Es.8.12t, c. gen. ἐὰν ... αἱ ἄλογοι ἡδοναὶ ψυχῆς δυναστεύσωσι Ph.1.19, en v. pas. τὰ μὲν (ἡμέτερα σώματα) ... δυναστεύεται πρὸς μυρίων ὑφ' ὧν βλάπτεται Ph.2.503, ὁ τῇ φθορᾷ δεδυναστευμένος ἄνθρωπος Meth.Porph.1
part. neutr. subst. τὸ δυναστεῦον el elemento dominante en una conjunción astrológica, Clem.Al.Ex.Thdot.71
destacar, ser el principal exponente τοὺς δυναστεύσαντας ἐν αὐτοῖς de autores en función de sus estilos, D.H.Dem.8.1.

II mat., en v. pas. estar en relación con las potencias αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι multiplicaciones o incrementos dominantes y dominados e.e. incrementos de las raíces y potencias de los números Pl.R.546b.