δυναστικός, -ή, -όν
1 consistente en un poder personal, autocrático
ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶνArist.Pol.1320b31
•subst. ὁ δ. tirano
ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ ἄλλοι δυναστικοὶArist.Fr.611.55.
2 potente, poderoso
δυσκρασίαιGal.6.396,
ζῴδιαVett.Val.155.15,
τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνειVett.Val.275.27, cf. 83.12.