ἐνδέξιος ἈνοδέξιϜος ἀμφοτεροδέξιος δορατοδέξιος ἈνορδέξιϜος ἀποπλήξιος διώξιος ἈϜ(h)όhιος Βοῖος ἐννεάβοιος δωδεκάβοιος εἰκοσάβοιος ἀλφεσίβοιος Ἀλφεσίβοιος ἀντίβοιος ἑκᾰτόμβοιος εἰκοσόβοιος δοιός *ΔϜοῖος αἰδοῖος βαθυαίδοιος Ἔνδοιος Βαθοῖος Βοαθοῖος Ἀλφιοῖος Βαλοῖος γλοιός γέλοιος ἀγέλοιος ἀλλοῖος ἄφλοιος ἁλίφλοιος ἔμφλοιος γεραιόφλοιος αὐτόφλοιος ἄμοιος δαμόἱος διάμοιος· ἀνθόμοιος ἀνόμοιος αὐτοόμοιος δυσόμοιος ἀφόμοιος 1 ἄποιος 2 ἄποιος ἔμποιος βλαβοποιός διθυραμβοποιός ἀφοβοποιός ἀσελγοποιός ἀργοποιός ἀηδοποιός εἰδοποιός δακτυλιδοποιός ἀσπιδοποιός ἀντινεοποιός ἀγαθοποιός ἀπαθοποιός ἁγιοποιός γραμματειδιοποιός ἐλεγειοποιός ἀχρειοποιός ἀθλιοποιός δακτυλιοποιός ἀνομοιοποιός ἀγριοποιός αἰθριοποιός ἐναντιοποιός ἀκακοποιός ἀβυρτᾰκοποιός ἑλκοποιός