< Βάλοιον
βαλοιτήσειρον· >
Βαλοῖος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βαλοιεύς
St.Byz.s.u.
Βάλοιον
baleo
ét. de Baleon, Hp.
Epid
.7.17, St.Byz.l.c.