< ἐναντιοποιολογική
ἐναντιοπραγέω >
ἐναντιοποιός
,
-όν
creador de contrariedad
ἐν ᾧ (αἰσθητῷ) καὶ ἡ ἐναντιότης ἐ.
Herm.
in Phdr
.129.