< ἁγιοποιέω
ἁγιοπρέπεια >
ἁγιοποιός
,
-όν
santificante
ἡ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ θεότης
Ath.Al.M.28.489A, cf. Cyr.H.
Catech
.16.14.