< βλαβοποιέω
βλάβος >
βλαβοποιός
,
-όν
dañino
en metáf.
εἰς τὸ μὴ οἶσαι καρποὺς βλαβοποιούς
Meth.
Res
.1.41,
βλαβοποιὰ πονηροῦ βλαστήματα
Chrys.M.61.783.