γέλοιος, -α, -ον
• Alolema(s): pero frec. γελοῖος; tb. γελοιός Phlp. en Eust.906.53; ép. γελοίϊος Il.2.215


I 1 a)de cosas y abstr. divertido, ridículo ἀλλ' ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν ἔμμεναι Il.l.c., χρῆμα Archil.220, γελοῖον ἦν era divertido, cómico Hdt.8.25, ὡς γέλοιον ... τὸ δέημα τῆς νύμφης Ar.Ach.1058, Αἰσώπου τι γέλοιον algo divertido, e.e. una ocurrencia de Esopo Ar.V.566, cf. 1259, ὅτι μοι γελοῖα πάντα δοκέει τὰ πρήγματα ὑμέων Luc.Vit.Auct.13
c. inf. ὡς γελοῖον ... φάναι M.Ant.10.7, cf. Vett.Val.288.11, Plot.2.9.1, 4.3.20, 5.5.6
en argumentaciones ridículo, absurdo γελοῖον τὸν λόγον γίγνεσθαι Pl.Prt.355a, cf. Tht.158e, Epicur.Sent.Vat.[6] 62, cf. Crates Gr.Fr.25cM., γελοῖον γάρ ἐστι, μᾶλλον δὲ παντὸς γελοίου γελοιότερον Diog.Oen.21.4.3;

b) de pers. en constr. pred. que es objeto de risa, ridículo Ζεὺς γ. ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν Ar.Nu.1241, γ. ... ἔοικα διδάσκαλος εἶναι Pl.R.392d, cf. Prt.340e, γ. ἔσομαι ... αὐτοσχεδιάζων resultaré ridículo al improvisar Pl.Phdr.236d, cf. Men.Sam.686, Luc.Cont.22, ἔλεγε γελοιοτάτους εἶναι τοὺς ἀστρονομοῦντας Bio Bor.F6, cf. Plb.12.25f.3, Amph.Seleuc.58
subst. τὸ γ. lo cómico o ridículo, burla ἔσται δ' ἡ εἰκὼν τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γελοίου Pl.Smp.215a, τὸ γὰρ γ. ἐστιν ἁμάρτημά τι Arist.Po.1449a34, cf. Rh.1371b36, σκοπεῖν δὲ καὶ εἰ ἐπὶ τὰ γελοιότερα εἴη ὅμοιον Arist.Top.117b17, ἐκ τοῦ ἀδυνάτου ἐφέλκονται τὸ γ. Demetr.Eloc.126, cf. LXX 4Ma.1.5
op. σπουδαῖος: ἄνευ γὰρ γελοίων τὰ σπουδαῖα ... μαθεῖν μὲν οὐ δυνατόν Pl.Lg.816d, cf. X.Cyr.2.3.1, μηδὲ παρὰ τὰ γελοῖα σπουδάζων, μηδὲ παρὰ τὰ σπουδαῖα τοῖς γελοίοις χαίρων no estando serio en un momento alegre ni riéndote en una situación seria Isoc.1.31
op. καταγέλαστος: ὡς ἐγὼ φοβοῦμαι ... οὔ τι μὴ γελοῖα εἴπω ... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα porque temo ... no el decir cosas divertidas, sino ridículas Pl.Smp.189b, cf. Phlp.l.c.
neutr. plu. historias divertidas, bromas, chistes εἰς δὲ φέροι τὰ γελοῖα Thgn.311, παρέξει τὰ γελοῖα A.Fr.47a.2.15, ἐκ θεῶν τὰ μῶρα καὶ γέλοια S.Fr.314.369, γέλοια λέγειν Anaxandr.10, Alex.188, Sosicr.Hist.1, SEG 39.1340.3 (Claudiópolis II d.C.).

2 de pers. divertido, bromista, que hace reir μισῶ γελοίους E.Fr.492.3, οὐδὲ εἴ τις ἄλλος γ. ἔστι τε καὶ βούλεται Pl.Smp.213c, ἀνὴρ ... περὶ τὰς ἰδίας διατριβὰς γ. Aeschin.1.126, γ. εἶ δὲ γράφων ὅτι tienes mucha gracia cuando escribes que ..., BGU 1141.13 (I a.C.), γ. ἂν εἴη τοῦ δόγματος tendría una opinión ridícula Plot.1.4.7
ref. a las graf., A.D.Pron.50.5, γελοῖος μὲν ὁ καταγέλαστος ..., γελοιὸς δὲ ... ὁ γελωτοποιός Phlp.l.c., γέλοιος καὶ γελοῖος διαφέρει Ammon.Diff.119, cf. Ael.Dion.γ 4, EM 224.45G.

II adv. -ως

1 de modo divertido, jocoso γ. ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου ἀπεδίδρασκες Pl.Cri.53d.

2 de manera ridícula γ. πανδόκευε ψυχρὰ <τὰ> κρεῖα παρίσχων Timocr.1.10, γ. ἔχειν Pl.R.528d, cf. Satyr.Vit.Eur.39.13.23, Luc.Bis Acc.17
de manera absurda γ. γράφουσι ... τὰς περιόδους τῆς γῆς Arist.Mete.362b12.