< ἀμφοτερογνώμων
ἀμφοτεροδύναμος >
ἀμφοτεροδέξιος
,
-ον
ambidextro
ἀνήρ
LXX
Id
.3.15, 20.16,
ἱππότης
Aristaenet.1.8.1, cf. Gal.18(1).147.