< Ἀργοναυτικά
ἀργόπρακτος >
ἀργοποιός
,
-όν
indolente
τὴν περὶ τὸ θεῖον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας καὶ καθυβρίσας ὡς ἀργοποιόν
Plu.
Num
.22.