δοιός, -ά, -όν
• Alolema(s): jón. fem. -ή Emp.B 17.3


1 plu. y du. (los) dos de anim. δοιὼ ... κοσμήτορε λαῶν, Κάστορα ... καὶ ... Πολυδεύκεα Il.3.236, δοιοῖσιν ἀριστήεσσιν ἐφῆκα, Τυδεΐδῃ τε καὶ Ἀτρεΐδῃ Il.5.206, δοιοὶ ὑψιχαῖται ἀνέρες Pi.P.4.172, δοιαὶ Λευκίπποιο κόραι Theoc.22.138, cf. 17.84, A.R.1.735, 2.426, Orph.L.325, παῖδες IG 5(1).732.4 (II/III d.C.), συναίμονες IPrusa 1026.14 (III d.C.?), θεοί SEG 13.348.1 (Honest.), δράκοντε δοιώ Hes.Sc.234, cf. 211, δοιοὺς ... ὄφιας Pi.N.1.44, cf. Fr.168.1, ὑπὸ δοιοῖν μιαστόροιν A.Ch.944 (var.)
de cosas στόρεσαν δοιὼ λέχεα extendieron dos lechos, Il.24.648, δοιὰ ... ἄροτρα Hes.Op.432, δοιοῖς ... κύκλοις con las dos ruedas (del carro), Parm.B 1.7, δοιὰ ... δῶρα de Dioniso (uva y vino), Call.SHell.276.9, θάλασσαι D.P.420, χιτῶνες ἔασι δοιοί en el intestino, Aret.SD 2.9.9, cf. Androm.113, τάλαντα Nonn.D.37.129
neutr. plu. como adv. κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ, δοιά cayó sobre la casa un mal, de dos formas, Od.2.46.

2 sg. doble, dúplice δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ' ἀπόλειψις Emp.l.c., δ. εὐτυχίη AP 9.46 (Antip.Thess.), δοιός με καλεῖ γάμος Call.Epigr.1.3.
• Etimología: Cf. ai. dvajá-, aesl. dŭvojĭ- de *du̯oi̯o-, cf. δύο.