< ἀνθόλοψ
ἀνθομοιόω >
ἀνθόμοιος
,
-ον
semejante
τὸ δὲ ὕδωρ μέλιτος ἀνθόμοιον ἦν
Ps.Callisth.2.42
Γ
, cf. Hsch.s.u.
ἀντάλλαγμα
.