εἰδοποιός, -όν
1 que da forma
τὸ δημιουργικόνProcl.Inst.157, cf. Dam.in Prm.310,
εἶδοςDion.Ar.DN 2.10,
αἰτίαιOlymp.in Mete.275.35,
δύναμιςZach.Mit.Opif.M.85.1101C, c. gen. obj.
ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέροςAlex.Aphr.Quaest.14.24, cf. 15.2,
λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ.ref. a Cristo, Eus.LC 11 (p.227),
ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ.Theol.Ar.28, cf. 10,
μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν)Iambl.in Nic.13, cf. 15, 73,
τῶν ἀνειδέωνDion.Ar.DN 4.18, cf. 35,
εἰ. τῶν παθῶνdicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D,
αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητεςOlymp.in Mete.275.32, cf. 297.29.
2 que constituye una especie, específico
διαφοράArist.Top.143b7, EN 1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308, Simp.in Cat.221.12,
εἰ.· ἀναμορφωτήςHsch.