δύσκοπος βουκόπος ἄλοπος ἄκλοπος ἀρχίκλοπος ἀνδραποδοκλόπος γᾰμοκλόπος βουκλόπος ἔλλοπος ἀελλόπος γυμνόλοπος Ἄνοπος δρόπος ἐᾰρίδροπος ἀρτίδροπος βᾰτοδρόπος †ἀεροπός· Ἀέροπος Ἀστέροπος ἄρροπος ἀνάρροπος ἀντίρροπος ἀμφίρροπος ἀνισόρροπος δῐχόρροπος ἀνώρροπος ἄτροπος Ἄτροπος διάτροπος ἀδιάτροπος δωδεκάτροπος ἀνάτροπος ἀμετάτροπος δίτροπος ἀλίτροπος ἀνεπίτροπος ἀντεπίτροπος ἀπερίτροπος ἔκτροπος βδελύκτροπος ἄντρπος ἔντροπος ἀνέντροπος βεβαιότροπος ἀρχαιότροπος ἁγιοτρόπος δολιότροπος ἀλλοιότροπος ἀνομοιότροπος ἐναντιότροπος ἀδῐκότροπος ἀλληλότροπος ἀλλότροπος δολότροπος δουλότροπος ἀνεμότροπος ἑλῐνότροπος ἀπότροπος δυσαπότροπος ἐμμεσότροπος· δίστροπος δύστροπος ἄτοπος δωδεκάτοπος ἔκτοπος ἔντοπος γουνιαῖος τόπος δύστοπος βυρσοκάππος ἄπαππος ἀπόπαππος