δύστροπος, -ον
I
τᾷ δυστρόπῳ γυναικῶν ἁρμονίᾳ ... συνοικεῖνcohabitar con la intratable condición de las mujeres E.Hipp.161,
ὅτεῳ μὴ διαμένουσιν ἐπὶ πολλὸν οἱ πειραθέντες φίλοι, δ.Democr.B 100,
ἐγὼ ... δ. καὶ δύσκολός εἰμιD.6.30, cf. Plu.Comp.Dem.Cic.1, Philostr.VS 508,
δεσπότηςPh.1.621,
πρεσβύτηςAesop.107,
ἀηδὴς καὶ δ.Philostr.VS 541, cf. Gr.Naz.Ep.246.2
•subst.
τὸ φύσει δύσκολον καὶ δ.Ph.2.258,
τὸ ἐν αὐτῷ δ.Philostr.VS 581,
τὸ δ. τοῦ προσώπουPhilostr.VA 7.28.
2 de pers. maligno, malvado
φύσεις ... δύστροποι δὲ καὶ σκυθρωπαίXenocrates 229,
ἀλάστορεςPlu.2.417d,
δ. καὶ λυπηράVett.Val.376.14,
τις ... δ., σκολιόςPall.V.Chrys.16.131,
μύστηςChr.Pat.140,
ἡ μητρυιάSopat.Rh.Tract.29.11.
3 de abstr. difícil de tratar subst.
τὸ δ. τῶν τοιούτων ὑποθέσεωνPhilostr.VS 542.
4 de la enfermedad de mala índole, maligna
λοιμώδης καὶ δ. ἀρρωστίαGr.Nyss.Eun.3.3.29, cf. Ep.13.1, Alex.Trall.1.553,
ἡ χρονία καὶ δ. διάθεσιςAlex.Trall.1.499.
II adv. -ως
1 de mala manera
ὅσα] ... δ. [ἐ]χόμεναPMasp.295.1.11 (biz.), cf. Poll.3.132.
2 malévola, maliciosamente
λογιστεύεινPhilostr.VS 512,
σεσιγήκασινCyr.Al.Luc.1.212.5.