< ἀνεντρεχής
ἀνεξαγόρευτος >
ἀνέντροπος
,
-ον
que no tiene respeto
o
pudor
καί σε γὰρ προὔλαβε δαίμων ἀνέντροπος
Eranos
13.1913.87
•
irreverente
Sm.
Ez
.7.24.