< ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός >
ἀλίτροπος
,
-ον
extraviado
dud. si sent. literal o fig.
πλαζόμενον βροτὸν καὶ ἀλίτροπον οὔποτ' ἐλέγξεις
Ps.Phoc.141.