< ἀπερίτρεπτος
ἀπεριττότης >
ἀπερίτροπος
,
-ον
despreocupado
,
indiferente
οὔτε γὰρ ὁ ... παῖς Ἀγαμεμνονίδας ἀ.
S.
El
.182.