δῐχόρροπος, -ον
1 vacilante
γνώμηTrag.Adesp.341.
2 adv. -ως con duda, con vacilación siempre c. neg.
μὴ δ. ἰδεῖνA.A.349,
οὐ δ. ψήφους ἔθεντοA.A.815,
καταγελωμένη ... οὐ δ.de Casandra, A.A.1272,
ἔδοξεν Ἀργείοισιν, οὐ δ.A.Supp.605,
σωτῆρες (οἱ θεοί) οὐ δ.A.Supp.982.