ἄκλοπος, -ον
I
2 que no puede robarse, seguro
λόγος ... κτέαρ ἄ.Gr.Naz.M.37.1533,
φρένας ἄκλοποςGr.Naz.M.37.1307.
II no furtivo, no oculto
(ἄγκιστρον) γυμνόν τε καὶ ἄκλοπονOpp.H.3.532.
λόγος ... κτέαρ ἄ.Gr.Naz.M.37.1533,
φρένας ἄκλοποςGr.Naz.M.37.1307.
(ἄγκιστρον) γυμνόν τε καὶ ἄκλοπονOpp.H.3.532.