< Ἐλλοπίων
ἐλλόπους >
ἔλλοπος
,
-ον
mudo
,
silencioso
ἤδη γάρ ποτ' ἐγὼ γενόμην ... ἔξαλος ἔ. ἰχθύς
Emp.B 117.2; cf. ἔλλοψ.