< ἀνισορροπία
ἄνισος >
ἀνισόρροπος
,
-ον
injusto
διασητής
Plu.
Nob
.6
•
desequilibrado
τὰ ἀνισόρροπα ἰσοταχῶς κινοῦνται
Phlp.
in Ph
.677.25.