δικαιοπρακτικός
δικαιοπραξία
δικαιοπράττω
δίκαιος
Δίκαιος
δῐκαιοσύνη
δῐκαιόσῠνος
Δῐκαιοτέλης
δῐκαιότης
δικαίουμα
δικαιοῦχος
δικαιοφανής
δῐκαιοφροσύνη
δῐκαιόφρων
δῐκαιόω
δίκαιρος
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικάλαμον
δικαμπής
δικαμπίας·
δικανεύομαι
δικανίζω
δῐκᾱνικός
δίκανον
δικανούς·
δίκαρ·
δικάρδιος
δῐκάρηνος
δίκαρος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικαρυτίδα
δικάσημα
δικασία
δῐκάσιμος
δίκασις
δικάσκοπος
δικασμός
δικασπολεῖον
δικασπολέω
δῐκασπολία
δῐκασπόλος
δικασταγωγία
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστήρ
δικαστηριακός
δῐκαστηρίδιον
δικαστήριον
δῐκαστής
δικαστικός
δικαστορεύω
δικαστός
δικαστοφυλακέω
δικάστρια
δῐκαστύς
δικασχολέομαι
δικαταληκτέω
δικατάληκτος
δικαταληξία
δικαυλέω
δῐκεῖν
δικέλαδος
δίκελλα
δικελλευτής
δικέλλιον
δικελλίτης