< δικαιωτήριον
δικάλαμον >
δικαιωτής
,
-οῦ, ὁ
juez
αἰσχρῶν καὶ καλῶν
Plu.
Art
.23, cf. 2.549d,
τῶν τῇδε δ.
Cels.Phil.4.2.