< δικαταληκτέω
δικαταληξία >
δικατάληκτος
,
-ον
1
gram.
de dos terminaciones
como -ίς, -ίν Hdn.1.395, Choerob.
in Theod
.1.267.22, Eust.109.6.
2
métr.
dicataléctico
de un verso
con dos catalexis
o
finales
Heph.15.23, 24.