< δίκαρ·
δῐκάρηνος >
δικάρδιος
,
-ον
• Alolema(s):
tard.
δικάρδις
Gp
.12.1.2
1
de dos corazones
πέρδικες
Thphr. en Ael.
NA
11.40, cf. Ar.Byz.
Epit
.28.16.
2
subst. τὸ δ. bot., una variedad de
lechuga
,
Gp
.l.c.