< δικασπολεῖον
δῐκασπολία >
δικασπολέω
• Morfología:
[pres. inf. δικασπολέν Diotog.71.23]
impartir justicia
ἔργα δὲ βασιλέως τρία, τό τε στραταγὲν καὶ δ. καὶ θεραπεύεν θεώς
Diotog.l.c.