δικαιωτήριον, -ου, τό


I lugar de castigo para las almas después de la muerte αἱ μὲν (ψυχαί) εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια ἐλθοῦσαι Pl.Phdr.249a, cf. Poll.8.25, Iunc. en Stob.4.53.35, Basil.M.31.580D, τὰ τούτων δικαστήριά τε καὶ δικαιωτήρια en el Hades, Philostr.Her.78.4.

II fig.

1 correctivo, castigo, condena gener. plu. οὐ θείας κρίσεως δικαιωτήρια προσδοκῶντες Eus.LC 7, οἱ ... ποιηταὶ ... κρίσεις τε καὶ δικαιωτήρια ὑμνοῦντες Const.Or.S.C.10, ἀθάνατα ... δικαιωτήρια castigos inmortales, e.d. del infierno Euagr.Schol.HE 1.7, cf. Hsch., tb. sg. δ. καὶ κρίσις Eus.DE 3.6.

2 juicio emitido, sentencia νομοθεσίας διαφόρου δικαιωτήρια Const.App.7.39.2, περὶ τοῦ θείου δικαιωτηρίου διδασκαλίαν Eus.VC 4.29, περὶ δικαίου καὶ θείου δικαιωτηρίου Sobre lo justo y el juicio de Dios cierto tratado de Dion.Ar.DN 4.35.