δῐκαστής, -οῦ, ὁ
• Morfología: [gen. plu. jón. δικαστέων Hdt.5.25, 7.194]


I 1juez πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; A.Ch.120, ἐν τοῖς δικασταῖς ... τόδ' ἐσφάλη S.Ai.1136, cf. Chrysipp.Stoic.3.109, IEphesos 4A.16 (III a.C.), BGU 1248.2 (II a.C.), Paus.7.11.2, como miembro de tribunales δικαστῶν τοῦτο βουλευτήριον del tribunal del Areópago, A.Eu.684, οἱ βασιληῖοι δικασταί del Consejo supremo de justicia entre los persas, Hdt.3.14, 5.25, de los miembros de los tribunales populares (Eliea) en Atenas, Lys.14.1, Antipho 1.23, Luc.Pisc.9, δικασταὶ καὶ κριταί X.Smp.5.10, ὁ δ. καὶ ἐκκλησιαστής Arist.Pol.1275a26, cf. Rh.1358b5, en Alejandría, distinto del διαιτητής y del κριτής PHal.1.26 (III a.C.), c. gen. δικασταὶ τῶνδε A.Eu.81, δικαστήν μιν ἑωυτῶν αἱρέοντο Hdt.1.96, c. περί y gen. περὶ ἐμοῦ δικαστὰς γενέσθαι ser mis jueces Lys.21.22, δικασταὶ περὶ τούτου τοῦ πράγματος jueces en este asunto Lys.1.1, c. calificativos τραχύς A.A.1421, φαῦλοι Gorg.B 11a.37, δίκαιος Lys.14.4, πικρός Plb.5.41.3
fig. c. gen. αὐτὸς γένοιτο τοῦ ἐγκλήματος δ. Democr.B 159, οὔτοι δικαστήν <σ'> εἱλόμην ἐμῶν κακῶν E.Supp.253, τῶν σφετέρων διαφορῶν Th.4.83, cf. 6.87, τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ' ἡμῶν; LXX Ex.2.14, τῶν λόγων Meth.Res.1.33, abs. ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα Pl.R.348b, δικαστῇ χρώμενοι τῷ Διονύσῳ Pl.Smp.175e, σὲ δὲ ... δικαστὴν ποιοῦμαι ἔγωγε Luc.Prom.5, ὁ βραβευτὴς καὶ δ. θεός Ph.1.512, cf. 672, Tat.Orat.12, Athenag.Leg.12.1, Const.App.8.4.5
plu. οἱ Δικασταί Los Jueces tít. de una obra de Tugénides, Phot.α 2096
vengador δ. αἵματος E.HF 1150.

2 jurisconsulto ὅτι τῶν βασιλικῶν εἴη δικαστῶν εἷς Aristid.Or.50.77.

II trad. del fenicio špṭ sufete, juez magistrado que sucede al rey al fin de la monarquía LW 1866a.A.1 (Sidón III a.C.) en Bull.Epigr.1939.485, prob. I.Ap.1.157.