< δίκαρος
δίκαρπος >
δικαρπέω
agr.
dar fruto dos veces al año
τὰ δοκοῦντα δ. μηλεῶν τέ τινα γένη καὶ ἀπίων
Thphr.
CP
1.13.9, cf.
ib
., Sch.Arat.1068M.