δικαιοφανής, -ές
que tiene apariencia de justicia
κομψοφανὴς καὶ δ., οὐ μὴν δικαία (ἡ αἰτία)Isid.Pel.Ep.M.78.1413B, cf. Dig.27.1.15.11, Sch.Th.6.80.
κομψοφανὴς καὶ δ., οὐ μὴν δικαία (ἡ αἰτία)Isid.Pel.Ep.M.78.1413B, cf. Dig.27.1.15.11, Sch.Th.6.80.