ἈνορδέξιϜος
ἀποπλήξιος
διώξιος
ἈϜ(h)όhιος
Βοῖος
ἐννεάβοιος
δωδεκάβοιος
εἰκοσάβοιος
ἀλφεσίβοιος
Ἀλφεσίβοιος
ἀντίβοιος
ἑκᾰτόμβοιος
εἰκοσόβοιος
δοιός
*ΔϜοῖος
αἰδοῖος
βαθυαίδοιος
Ἔνδοιος
Βαθοῖος
Βοαθοῖος
Ἀλφιοῖος
Βαλοῖος
γλοιός
γέλοιος
ἀγέλοιος
ἀλλοῖος
ἄφλοιος
ἁλίφλοιος
ἔμφλοιος
γεραιόφλοιος
αὐτόφλοιος
ἄμοιος
δαμόἱος
διάμοιος·
ἀνθόμοιος
ἀνόμοιος
αὐτοόμοιος
δυσόμοιος
ἀφόμοιος
1 ἄποιος
2 ἄποιος
ἔμποιος
βλαβοποιός
διθυραμβοποιός
ἀφοβοποιός
ἀσελγοποιός
ἀργοποιός
ἀηδοποιός
εἰδοποιός
δακτυλιδοποιός
ἀσπιδοποιός
ἀντινεοποιός
ἀγαθοποιός
ἀπαθοποιός
ἁγιοποιός
γραμματειδιοποιός
ἐλεγειοποιός
ἀχρειοποιός
ἀθλιοποιός
δακτυλιοποιός
ἀνομοιοποιός
ἀγριοποιός
αἰθριοποιός
ἐναντιοποιός
ἀκακοποιός
ἀβυρτᾰκοποιός
ἑλκοποιός
δοκοποιός
ἀσκοποιός
δοιδυκοποιός
ἁλοποιός