ἄνθραξ ἀνθρεῖ· ἀνθρηδών ἀνθρηκόν· ἀνθρήνη ἀνθρήνιον ἀνθρηνιώδης ἀνθρηνοειδής ἄνθρυσκον ἀνθρωπαῖος ἀνθρωπαρέσκεια ἀνθρωπαρεσκέω ἀνθρωπάρεσκος ἀνθρωπάριον ἀνθρωπέη ἀνθρώπειος ἀνθρωπεύομαι ἀνθρωπέω ἀνθρωπήϊος ἀνθρώπησις ἀνθρωπία ἀνθρωπίδης ἀνθρωπίζω ἀνθρωπικός ἀνθρωπιμαῖος ἀνθρώπινος Ἀνθρώπινος ἀνθρώπιον ἀνθρωπίσκος ἀνθρωπισμός ἀνθρωπιστί ἀνθρωποβορέω ἀνθρωποβορία ἀνθρωποβόρος ἀνθρωπόβρωτος ἀνθρωπογέννητος ἀνθρωπόγλωσσος ἀνθρωπογναφεῖον ἀνθρωπογονέω ἀνθρωπογονία ἀνθρωπογράφος ἀνθρωποδαίμων ἀνθρωπόδηκτος ἀνθρωποδίδακτος ἀνθρωποειδής ἀνθρωποείκελος ἀνθρωπόθεν ἀνθρωπόθεος ἀνθρωποθηρία ἀνθρωπόθηρος ἀνθρωπόθυμος ἀνθρωποθυσία ἀνθρωποθυτέω ἀνθρωποκομικός ἀνθρωποκόμος ἀνθρωποκτονέω ἀνθρωποκτονία ἀνθρωποκτόνος ἀνθρωπολατρεία ἀνθρωπολατρέω ἀνθρωπολάτρης ἀνθρωπόλεθρος ἀνθρωπόλιχνος ἀνθρωπολογέω ἀνθρωπολόγος ἀνθρωπολοιγός ἀνθρωπομάγειρος ἀνθρωπομαντεία ἀνθρωπόμιμος ἀνθρωπομορφιανοί ἀνθρωπομορφίται