< ἀνθρώπησις
ἀνθρωπίδης >
ἀνθρωπία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
ἀνθρωπεία
Eus.
DE
3.7
humanidad
τὸ τῆς ἀνθρωπίας φάρμακον
Gr.Naz.M.37.69C,
τῆς πρώτης ἀνθρωπείας
Eus.
DE
l.c.