< ἀνθρωπόθυμος
ἀνθρωποθυτέω >
ἀνθρωποθυσία
,
-ας, ἡ
sacrificio humano
Plu.2.417c, 857a, Str.4.4.5, Pallas en Porph.
Abst
.2.56, Eus.
LC
13 (p.239.12).