< ἀνθρωποβορία
ἀνθρωπόβρωτος >
ἀνθρωποβόρος
,
-ον
que come hombres de
animales, Ph.2.423, Eus.
HE
8.7.2, fig. del demonio
τὸν ἀ. λύκον
Procl.CP
Or
.M.65.793A.